Τετάρτη 20 Φεβρουαρίου 2008

Σημειώσεις για την ιστορία της 2 ½ Διεθνούς





ΦΩΤΟ:Ο θεωρητικός του
Αυστρομαρξισμού Όττο Μπάουερ


Ευρώπη 1919. Ένα χρόνο μετά τη λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, η ρωσική επανάσταση έχει ήδη εδραιωθεί. Το Μάρτη του ίδιου χρόνου ιδρύεται η Τρίτη Διεθνής, ενώ ο παγκόσμιος καπιταλισμός προσπαθεί ν' ανασυγκροτηθεί επουλώνοντας τα τραύματα του πολέμου. Η γερμανική και η ουγγρική επανάσταση πνίγονται στο αίμα. Η Δεύτερη Διεθνής ξαναζωντανεύει στο συνέδριο της Βέρνης (Φλεβάρης 1919). Το δεύτερο συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς συνέρχεται στη Μόσχα (Ιούλης 1920) και διατυπώνει τους «21 όρους» εισδοχής στην Κ.Δ. Εν τω μεταξύ επιχειρείται η καπιταλιστική αναδιάρθρωση και μια γενικότερη επίθεση ενάντια στο διαρκώς ογκούμενο εργατικό κίνημα και στις οικονομικές πολιτικές κατακτήσεις του. Η εργατική τάξη εξακολουθεί να είναι διασπασμένη, ενώ η πλειοψηφία της παρέμενε εγκλωβισμένη στα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα και συνδικάτα.
Κάτω απ' αυτές τις συνθήκες η πάλη για την κατάκτηση της εξουσίας απομακρυνόταν ως άμεση προοπτική, ενώ το εργατικό κίνημα δεχόταν την ολομέτωπη επίθεση του αναδιαρθρωμένου καπιταλισμού. Εκείνη ακριβώς την εποχή άρχισε να γίνεται συζήτηση - στους κόλπους του εργατικού κινήματος - για την επιτακτική ανάγκη αντιπαράθεσης ενός ενιαίου εργατικού μετώπου στην καθολική επίθεση των καπιταλιστών και του κράτους.

Η ίδρυση

Στα ιστορικά αυτά πλαίσια διαμορφώθηκε μια ισχυρή τάση στους κόλπους του επηρεαζόμενου από τη σοσιαλδημοκρατία εργατικού κινήματος, η οποία ασκούσε δριμεία κριτική τόσο στη «ρεφορμιστική» 2η Διεθνή, όσο και στη «σεχταριστική» 3η Διεθνή. Αυτή ακριβώς η κεντριστική τάση εντός ορισμένων σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων και ομάδων, ενώ από τη μια είχε διακόψει τυπικά τις σχέσεις της με τη Διεθνή της Βέρνης, από την άλλη αρνιόταν πεισματικά την ένταξη της στην 3η Διεθνή, διαφωνώντας σε οργανωτικά ζητήματα και κύρια στην αποδοχή των «21 όρων».
Στο ιδρυτικό της συνέδριο, που έγινε στη Βιέννη (22-27 Φλεβάρη 1921), πήραν μέρος 80 αντιπρόσωποι εκπροσωπώντας σοσιαλδημοκρατικά κόμματα και ομάδες από 13 χώρες. Ανάμεσα τους το ισχυρό Αυστριακό Σοσιαλιστικό Κόμμα,2 το Ανεξάρτητο Εργατικό Κόμμα Μ. Βρετανίας, τα υπολείμματα του Ανεξάρτητου Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος Γερμανίας, το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Ελβετίας, οι ρώσοι μενσεβίκοι και εσέροι καθώς και αντιπροσωπείες από κόμματα και ομάδες του Βελγίου, της Ελλάδας, της Ισπανίας, της Πολωνίας, της Ρουμανίας, των Η.Π.Α. και της Γαλλίας.3
Ανάμεσα στους πιο σημαντικούς εκπροσώπους του συνεδρίου ήταν: οι άγγλοι Τζόνσον, Σίυγουελ, Γουώλχεντ και Μακντόναλντ, οι γάλλοι Φορ και Λουγκέ, οι γερμανοί Κρισπίν, Χίλφρεντιυγκ, Λεντεμπούρ και Ρόζευφελντ, οι ρώσοι Μαρτόφ και Τσερνόφ, οι ελβετοί Γκράμπερ, Γκριμ, Χούμπερ, Ράιυχαρντ και οι αυστριακοί Άντλερ και Μπάουερ.4
Οι αντιπρόσωποι του συνεδρίου εξέλεξαν ως γραμματέα τον Φρήντριχ Αντλερ και ομόφωνα αποφάσισαν να μη σχηματίσουν μια νέα Διεθνή αλλά αντίθετα μια «Ένωση Σοσιαλιστικών Κομμάτων για Διεθνή Δράση», με κύρια αποστολή της να «εργαστεί για τη δημιουργία μιας Διεθνούς, που να ενοποιεί το κατακερματισμένο παγκόσμιο επαναστατικό προλεταριάτο».5

Ιδεολογία και πολιτική

Τα συνεκτικά στοιχεία των κομμάτων και ομάδων που συγκρότησαν τη 2½ Διεθνή όπως προαναφέραμε, ήταν τόσο η διαφοροποίηση από τις «ρεφορμιστικές» έως ανοιχτά «αντιδραστικές» θέσεις της Β' Διεθνούς, όσο και από τις «υπερεπαναστατικές» θέσεις της Γ' Διεθνούς. Οι ηγέτες της 2 ½ Διεθνούς διακήρυσσαν ότι ήταν οι μόνοι που αφουγκράζονταν την επιθυμία των εργατικών μαζών για σταδιακή αποκατάσταση της εργατικής ενότητας υπερβαίνοντας διαλεκτικά το σχίσμα μεταξύ Β' και Γ' Διεθνούς, προκειμένου να συμπηχθεί ένα ρωμαλέο και αρραγές εργατικό μέτωπο, το οποίο θα αντιπαρατιθόταν οργανωμένα στην ολομέτωπη επίθεση του κεφαλαίου.
Οι ηγέτες της 2 ½ Διεθνούς αρνούνταν το εκβιαστικό δίλημμα Β’ ή Γ’ Διεθνής, επιλέγοντας τη μέση οδό του κεντρισμού. Καταγγέλλοντας την ηγεσία της Β' Διεθνούς για «δεξιό οπορτουνισμό» και συνεργασία με την αστική τάξη κατά τη διάρκεια του πολέμου και για προδοσία των προλεταριακών επαναστάσεων (στη Ρωσία, Γερμανία, Ουγγαρία), η 2 ½ Διεθνής υιοθέτησε - έστω φραστικά - ένα ριζοσπαστικό πρόγραμμα. Στις ιδεολογικές αυταπάτες της Β' Διεθνούς περί «έρποντος σοσιαλισμού» και «ειρηνικής μετάβασης στο σοσιαλισμό», η 2 ½ Διεθνής δεχόταν σε ορισμένες περιπτώσεις τη χρήση βίας από τους εργάτες για την κατάληψη της εξουσίας. Στο πρόγραμμα της γινόταν λόγος για τη δικτατορία του προλεταριάτου και τα Συμβούλια (σοβιέτ) των εργατών, αγροτών και στρατιωτών.
Διαφοριζόταν επίσης - σε σχέση με τη Β’ Διεθνή - στις θέσεις της για τη ρωσική επανάσταση, παρόλο που απέφευγε με ιδιαίτερη προσοχή να την επιδοκιμάσει ανοιχτά. Όσον αφορά τη στάση της απέναντι στη νεαρή σοβιετική εξουσία, η ηγεσία της 2 ½ Διεθνούς έψεγε το Κ.Κ.Ρ.(μπ) επειδή είχε εγκαθιδρύσει τη «δικτατορία του κόμματος» πάνω στις μάζες, αποστερώντας τον εργαζόμενο λαό από όλα τα πολιτικά δικαιώματα και τις συνδικαλιστικές ελευθερίες. Διατύπωνε επίσης την αντίθεση της στην κατάργηση των σοσιαλιστικών κομμάτων στη σοβιετική Ρωσία και ιδιαίτερα στα διοικητικά τρομοκρατικά μέσα με τα οποία τα κόμματα αυτά αποστερήθηκαν όλες τις δυνατότητες ύπαρξης τους. Σφοδρή επίσης υπήρξε η αντίδραση της 2 ½ Διεθνούς στη στρατιωτική κατοχή της σοσιαλιστικής δημοκρατίας της Γεωργίας από τον Κόκκινο Στρατό, ο οποίος κατ' αυτό τον τρόπο της αποστερούσε το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης.6 Αναφορικά με τους «21 όρους» εισδοχής στην Γ' Διεθνή «φυλάγονταν σαν το διάβολο από το λιβάνι».7

Η κριτική του Λένιν

Ο Λένιν έχοντας ανοίξει από παλιότερα μέτωπο με τη Β' Διεθνή δε μπορούσε παρά να έρθει σε αντιπαράθεση με τις θέσεις των ηγετών της 2 ½ Διεθνούς, τους οποίους δε δίστασε ν' αποκαλέσει «πράκτορες της αστικής τάξης»,8 «αντεπαναστατικά στοιχεία μέσα στην εργατική τάξη»9 και «αξιοθρήνητους μικροαστούς».10
Ο Λένιν καυτηρίασε ιδιαίτερα τις επιφυλάξεις της 2 ½ Διεθνούς για την «κόκκινη τρομοκρατία» ενάντια στη «λευκή τρομοκρατία»," καθώς και το σύνολο των ιδεολογικών της θέσεων. Για το Λένιν η συγκρότηση της 2 ½ Διεθνούς δε χρησίμευε σε τίποτε άλλο παρά στην «εξυπηρέτηση της αστικής αντεπανάστασης»12 και τη «στήριξη του καπιταλισμού».13 Αναφορικά με το μεγάλο ποσοστό εργαζομένων που ήταν ενταγμένο στη 2 ½ Διεθνή, ο Λένιν το δικαιολογούσε λέγοντας ότι επρόκειτο για εργάτες και υπαλλήλους οι οποίοι φοβούνταν «μη χάσουν τη σχετική μικροαστική τους άνεση, που δημιουργήθηκε με τα προνόμια του ιμπεριαλισμού».14
Ο Λένιν κάνοντας κριτική από «τ' αριστερά» στη μεσοβέζικη-κεντριστική στάση της 2 ½ Διεθνούς ήταν πεισμένος ότι «οι ήρωες του 2 ½ μαρξισμού δε μπόρεσαν να καταλάβουν τη σχέση ανάμεσα στην αστικοδημοκρατική και στην προλεταριακή-σοσιαλιστική επανάσταση»,15 ενώ αλλού16 υποστηρίζει ότι «οι σοσιαλιστές της 2 ½ Διεθνούς δεν έχουν ιδέα πώς αναπτύσσεται γενικά η επανάσταση», μιας και στην πράξη «αποκαλύπτονται ως αντεπαναστάτες, γιατί φοβούνται τη βίαιη καταστροφή του παλιού κρατικού μηχανισμού και δεν πιστεύουν στις δυνάμεις της εργατικής τάξης».17 Άμεσο επακόλουθο των παραπάνω ιδεολογικών θέσεων της 2 ½ Διεθνούς: «οι ταλαντεύσεις, η λογοκοπία και η ταξική της αδυναμία».18

Η συνδιάσκεψη των τριών Διεθνών

Παρά την ανοιχτή αντίθεση του με τη 2 ½ Διεθνή, ο Λένιν διαπιστώνοντας τη στασιμότητα των επαναστατικών δυνάμεων στην Ευρώπη, πρότεινε την πολιτική του ενιαίου εργατικού μετώπου με περιορισμένους στόχους τόσο οικονομικούς όσο και πολιτικούς σε συνεργασία με τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα: «Ο σκοπός και το νόημα της τακτικής του ενιαίου μετώπου συνίσταται στο να τραβηχτούν στην πάλη κατά του κεφαλαίου όλο και πιο πλατιές μάζες εργατών, χωρίς να πάψουμε να επαναλαμβάνουμε τις εκκλήσεις μας ακόμα και προς τους ηγέτες της 2ης - 2 ½ Διεθνούς, προτείνοντας να κάνουμε από κοινού μια τέτοια πάλη».19
Η παραπάνω θέση του Λένιν συζητήθηκε στη συνεδρίαση της Εκτελεστικής Επιτροπής της Κομιντερν (Δεκέμβρης 1921) και υποβλήθηκε για συζήτηση στο διεθνές εργατικό κίνημα, ενώ σύμφωνα με την απόφαση της συνεδρίασης εξουσιοδοτούνταν τα εθνικά τμήματα της Κομιντερν να καταλήξουν σε συμφωνίες με τα κόμματα και τις ομάδες της 2ης και 2 1/ 2 Διεθνούς και της Συνδικαλιστικής Διεθνούς του Άμστερνταμ.20
Την ίδια εποχή οι ηγέτες της 2 ½ Διεθνούς, νιώθοντας κι αυτοί την ισχυρή επιθυμία της εργατικής βάσης για ενότητα, πρότειναν την πραγματοποίηση μιας συνδιάσκεψης των τριών Διεθνών προκειμένου να εξεταστεί από κοινού η δυνατότητα ενιαίας δράσης. Γι αυτό το λόγο η καθοδήγηση της 2 ½ Διεθνούς έστειλε στις 19 Γενάρη 1922 πρόταση στην Εκτελεστική Επιτροπή της Κομιντέρν για τη σύγκλιση την άνοιξη του 1922 διεθνούς συνδιάσκεψης για την εξέταση των προβλημάτων της οικονομικής κατάστασης στην Ευρώπη και των ενεργειών της εργατικής τάξης ενάντια στην επίθεση της αντίδρασης.
Η Κομιντέρν συμφώνησε αμέσως, η 2η όμως Διεθνής έδωσε τη συγκατάθεση της χωρίς ενθουσιασμό. Τελικά η πρόταση της 2 ½ Διεθνούς έγινε αποδεκτή και η συνδιάσκεψη πραγματοποιήθηκε στο Βερολίνο (2-5 Απρίλη 1922) με τη συμμετοχή 47 αντιπροσώπων των τριών εκτελεστικών επιτροπών.
Η αντιπροσωπεία της 2 ½ Διεθνούς αποτελείτο από τους Αντλερ, Μπάουερ, Κρισπιέν, Φορ, Λουγκέ, Μαρτόφ κ.ά. Η συνδιάσκεψη χαρακτηρίστηκε από σφοδρή πάλη ανάμεσα στους αντιπροσώπους της 2ης και 2 ½ Διεθνούς από τη μια και τους εκπροσώπους της Κομιντέρν από την άλλη.
Ο Πολ Φορ, μιλώντας ως εκπρόσωπος της 2 ½ Διεθνούς, ανέφερε ότι «η συγκρότηση ενός πραγματικά ενιαίου εργατικού μετώπου μπορεί να επιτευχθεί μόνο όταν οι συγκρούσεις ανάμεσα στα εργατικά κόμματα διεξάγονται αποκλειστικά με πνευματικά και ηθικά όπλα και δεν δηλητηριάζονται από τρομοκρατικές μεθόδους πάλης ενός εργατικού κόμματος ενάντια σε άλλο».21
Στο ίδιο κλίμα ο Όττο Μπάουερ τόνιζε κατά τη διάρκεια της συνδιάσκεψης: «Ας αφήσουμε τις μάζες να παλέψουν πρώτα μαζί, οποιεσδήποτε κι αν είναι οι διάφορες πολιτικές πεποιθήσεις τους. Είμαι πεπεισμένος ότι μόνο τότε, σ' αυτή την κοινή πάλη, στο κοινό πεδίο μάχης, θ' αναπτυχθεί το αίσθημα της συντροφικότητας και αλληλεγγύης».22
Ο ίδιος δε δίστασε να διατυπώσει το παράπονο του για τις κατηγορίες και τους χαρακτηρισμούς που του προσήπταν οι αντιπρόσωποι της Κομιντέρν: «Σήμερα διάβασα ότι είμαι προδότης κι ότι είχα σταλεί εδώ για να εκπροσωπήσω τα συμφέροντα της αστικής τάξης. Αυτός είναι ο τρόπος που μιλάνε: είμαστε τόσο συνηθισμένοι σ' αυτόν, για να τον παρεξηγήσουμε. Δεν θα προσέξουν ό,τι τους πω, αλλά γνωρίζουν καλά ότι καλώντας τους να δημιουργήσουμε τις αναγκαίες συνθήκες, απηχώ μονάχα τις επιθυμίες εκατομμυρίων εργατών όλων των χωρών».23
Όσον αφορά τη συλλογική θέση της εκτελεστικής επιτροπής της Διεθνούς Ένωσης Σοσιαλιστικών Κομμάτων (2 ½ Διεθνούς), θεωρούσε ως αναγκαία προϋπόθεση για ένα πραγματικό ενιαίο μέτωπο ολόκληρου του προλεταριάτου «την αποκατάσταση των πολιτικών δικαιωμάτων των σοσιαλιστικών κομμάτων στη Ρωσία, την ελευθερία πολιτικής και οικονομικής δραστηριότητας των εργατών και αγροτών της Ρωσίας και το δικαίωμα αυτοδιάθεσης του εργαζόμενου λαού της Γεωργίας».24
Παρόλες τις αντιπαραθέσεις μεταξύ των αντιπροσώπων των τριών Διεθνών, η συνδιάσκεψη αποτέλεσε ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα του 1922, μιας και για πρώτη (και τελευταία) φορά από το 1914, οι κυριότεροι εκπρόσωποι των τριών μεγάλων τμημάτων που προέκυψαν από τη διάσπαση του παλιού σοσιαλδημοκρατικού κινήματος, μελέτησαν τις δυνατότητες μιας μίνιμουμ έστω συμφωνίας για ενιαία δράση, αν και στην πράξη ελάχιστες από τις αποφάσεις της συνδιάσκεψης εφαρμόστηκαν.

Η διάλυση

Η πρωτοβουλία για τη συνδιάσκεψη των τριών Διεθνών ήταν η τελευταία αναλαμπή της 2 ½ Διεθνούς, η οποία από ένα σημείο και πέρα έχανε κάθε λόγο ύπαρξης, μιας και δε διαφοριζόταν αισθητά από την πρακτική της 2ης Διεθνούς. Άλλωστε οι ριζοσπαστικοποιημένοι εργάτες που δεν καλύπτονταν ιδεολογικά από τη 2η Διεθνή εντάσσονταν κατευθείαν στα εθνικά τμήματα της Κομιντέρν, αγνοώντας τα ενδιάμεσα σχήματα, όπως αυτό της 2 ½ Διεθνούς.
Η συγχώνευση των δύο σοσιαλδημοκρατικών Διεθνών έγινε στο Αμβούργο το Μάη του 1923. Παραβρέθηκαν 400 αντιπρόσωποι των δύο Διεθνών, που ισχυρίζονταν ότι εκπροσωπούσαν 6.700.000 μέλη και 43 κόμματα από 30 χώρες. Η αναδιοργανωμένη Διεθνής έγινε γνωστή με το όνομα Σοσιαλιστική και Εργατική Διεθνής με έδρα τη Ζυρίχη. Γραμματέας εκλέχτηκε ο Φρήντριχ Άντλερ, ενώ τη συγχώνευση χαιρέτησε και ο Ούντεγκεεστ, γραμματέας της Συνδικαλιστικής Διεθνούς του Άμστερνταμ.25
Η συγχώνευση πραγματοποιήθηκε ουσιαστικά με βάση το αναθεωρητικό πρόγραμμα της 2ης Διεθνούς, γεγονός που σήμαινε ότι η νέα οργάνωση δρούσε ως ένα είδος ριζοσπαστικής πτέρυγας της Κοινωνίας των Εθνών. Αναφορικά με τις αντιδράσεις της αριστερής πτέρυγας των σοσιαλδημοκρατών, ήταν αρκετές μερικές επαναστατικές φράσεις που περιλήφθησαν στο πρόγραμμα και η παραχώρηση ορισμένων θέσεων κλειδιών στον οργανωτικό μηχανισμό, έτσι ώστε να ενταχθεί ομαλά στη νέα Διεθνή. Κατ' αυτόν τον τρόπο τερματίστηκε άδοξα η ύπαρξη της 2 ½ Διεθνούς, η οποία έζησε μόλις δύο χρόνια (Φλεβάρης 1921-Μάης 1923).


Μόλις έγινε γνωστή η διάλυση της 2 ½ Διεθνούς, ο Λένιν δήλωσε: «Η συνένωση της 2ης και της 2 1/2 Διεθνούς θα ωφελήσει το επαναστατικό κίνημα του προλεταριάτου: λιγότερα κατασκευάσματα της φαντασίας, λιγότερη απάτη».26
Όμως η πραγματικότητα διέψευσε τις προβλέψεις του Λένιν: μεταξύ 1921 και 1928 ο αριθμός των κομμουνιστών στις καπιταλιστικές χώρες έπεσε στο μισό - από 900.000 στις 450.000 περίπου - ενώ ο αριθμός των σοσιαλδημοκρατών διπλασιάστηκε (από τρία εκατομμύρια περίπου σε πάνω από έξι).27 Παρατηρούμε δηλαδή μια συνάφεια μεταξύ της αύξησης της δύναμης των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων και της συγχώνευσης των δύο Διεθνών σε μία.

Mεταρρύθμιση ή επανάσταση?

Όμως το ερώτημα σε τι συνίστατο η ύπαρξη και η ολιγόχρονη δράση της 2 ½ Διεθνούς παραμένει σχεδόν αναπάντητο. Ήταν ένα κακέκτυπο της καουτσκικής αρχής της φρασεολογίας δίχως διεκδικήσεις; Χρησίμευε στην πραγματικότητα ως κάλυμμα του «δεξιού οπουρτουνισμού» της 2ης Διεθνούς; Ή μήπως τελικά λειτούργησε ως στήριγμα του καπιταλισμού σε μια αναμφίβολα επαναστατική περίοδο προσελκύοντας και ενσωματώνοντας τους ριζοσπαστικοποιημένους εργάτες, που ξέφευγαν από την επιρροή της 2ης Διεθνούς;
Πιστεύουμε ότι οι παραπάνω υποθέσεις περιέχουν οπωσδήποτε σπέρματα αλήθειας, αλλά δεν αρκούν για να ερμηνεύσουν την ιστορική σημασία της 2 ½ Διεθνούς. Όλα βέβαια ξεκίνησαν από την έλξη που ασκούσε στο εργατικό κίνημα η νικηφόρα Οχτωβριανή Επανάσταση και η νεοσύστατη σοβιετική εξουσία. Οι εργατικές μάζες των καπιταλιστικών χωρών της Δύσης, που για χρόνια ήταν εγκλωβισμένες στα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα και συνδικάτα, κατανόησαν την ανάγκη υιοθέτησης ριζοσπαστικότερων τρόπων δράσης, συμπεριλαμβανομένης και της επαναστατικής βίας, προκειμένου να καταλυθεί ο αστικός κρατικός μηχανισμός. Παράλληλα απομυθοποιήθηκαν οι ιδεολογικές αυταπάτες της τοτινής σοσιαλδημοκρατίας περί «αυτοτελειοποίησης» του καπιταλισμού. Από την άλλη πλευρά, αυτή ακριβώς η στροφή των εργατικών μαζών δε συνεπαγόταν αναπόφευκτα και την άμεση ένταξη τους στα εθνικά τμήματα της Κομιντέρν, η οποία φόβιζε ιδιαίτερα τα μικροαστικά στρώματα του πληθυσμού.
Γι αυτό το λόγο η ίδρυση της 2 ½ Διεθνούς συνοδεύτηκε από την προσέλκυση σημαντικού τμήματος της παλιάς σοσιαλδημοκρατίας. Ο ρεφορμισμός λοιπόν της παλιάς σοσιαλδημοκρατίας από τη μια και ο φόβος απέναντι στις επαναστατικές θέσεις της Κομιντέρν αποτέλεσαν τις δύο κύριες αιτίες της ίδρυσης της 2 ½ Διεθνούς. Επομένως κάθε απλουστευτική θεώρηση, που ανάγει τη δημιουργία της 2' 7 Διεθνούς σε τέχνημα της αστικής τάξης ή αντεπαναστατικών στοιχείων που είχαν εισχωρήσει στο εργατικό κίνημα, νομίζουμε ότι είναι ανάξια λόγου.
Αναφορικά με το ζήτημα της διάστασης (επαναστατικών) διακηρύξεων και (ρεφορμιστικών) έργων, που χαρακτήριζε την καθοδήγηση της 2 ½ Διεθνούς, μπορεί να συζητηθεί με ιδεολογικούς όρους. Το ίδιο και η αδυναμία της να καθοδηγήσει την εργατική της βάση στην κατάληψη της εξουσίας. Άξιο διερεύνησης είναι επίσης το γεγονός ότι ενώ η ιδρυτική διακήρυξη της 2 ½ Διεθνούς έκανε λόγο για το «δεξιό οπορτουνισμό» της 2ης Διεθνούς τελικά μετά από ελάχιστο χρονικό διάστημα συνθηκολόγησε μαζί της. Φαίνεται ότι δεν ήταν εφικτή η μακρόχρονη αντίσταση της 2 ½ Διεθνούς στο εκβιαστικό δίλημμα Β' ή Γ’ Διεθνής, μεταρρύθμιση ή επανάσταση.
Πάντως η τελική συγχώνευση των δύο Διεθνών δεν πρέπει να μας εκπλήσσει μιας και ποτέ ουσιαστικά δεν είχαν κοπεί οι δίοδοι επικοινωνίας ανάμεσα στα δύο τμήματα της σοσιαλδημοκρατίας. Αυτό φάνηκε καθαρά στη συνδιάσκεψη των τριών Διεθνών, όπου οι θέσεις της 2ης και 2 ½ Διεθνούς συνέπιπταν απόλυτα. Επομένως ήταν ζήτημα χρόνου και η τυπική συγχώνευση τους, η οποία οδήγησε τα αμέσως επόμενα χρόνια στη σημαντική ενδυνάμωση των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων και συνδικάτων. Το μόνο θέμα που έμενε προς διευθέτηση ήταν το μοίρασμα των θέσεων και των οφικίων ανάμεσα στα ηγετικά στελέχη της παλιάς σοσιαλδημοκρατίας, έτσι ώστε κανείς να μη μείνει παραπονεμένος.
Στα θετικά της ιστορικής πορείας της 2 ½ Διεθνούς πρέπει να συμπεριλάβουμε και την προσπάθεια που κατέβαλε - άσχετα αν δεν το κατόρθωσε - να υπερβεί διαλεκτικά το σχίσμα μεταξύ Β' και Γ' Διεθνούς σε μια κατεύθυνση ενοποίησης και σύμπηξης ενός μετώπου που θα ήταν ίσως δυνατό ν' αντιμετωπίσει νικηφόρα την επίθεση που εξαπέλυε τότε ο αναδιαρθρωμένος καπιταλισμός.


Παραπομπές

1. Φ. ΚΛΑΟΥΝΤΙΝ: «Η κρίση του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος», Α' τόμος, ΓΡΑΜΜΑΤΑ 1981, σελ. 140.
2. Στις εκλογές του 1919 το κόμμα αυτό είχε συγκεντρώσει 1.900.000 ψήφους.
3. 2 ½ Διεθνής (λήμμα στη Μεγάλη Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια), ΑΚΑΔΗΜΟΣ 1980, τόμος 9, σελ. 192.
4. ΟΥ. ΦΟΣΤΕΡ: «Η ιστορία των τριών Διεθνών», Β' τόμος, Αθήνα χ.χ. σελ. 400.
5. Φ. ΚΛΑΟΥΝΤΙΝ, ο.π., σελ. 310.
6. J. BRAUNTHAL: «History of the International», NELSON, London 1967, p. 246.
7. ΟΥ. ΦΟΣΤΕΡ, ο.π., σελ. 400.
8. Β.Ι. ΛΕΝΙΝ: «Απαντα», εκδ. ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ, τόμος 44. σελ. 89.
9. Ο.π., τόμος 44, σελ. 38.
10. Ο.π., τόμος 45, σελ. 89. Η κατηγορία αυτή απευθυνόταν ειδικότερα στον Όττο Μπάουερ, έναν από τους ηγέτες της αυστριακής σοσιαλδημοκρατίας, ο οποίος χαρακτήριζε τη μπολσεβίκικη επανάσταση ως «αστική» και τη ΝΕΠ ως «επιστροφή στον καπιταλισμό» προκαλώντας μ' αυτό τον τρόπο την οργή του Λένιν.
11. Ο.π., τόμος 43, σελ. 235.
12. Ο.π., τόμος 44, σελ. 11.
13. Ο.π., τόμος 44, σελ. 4.
14. Ο.π., τόμος 44, σελ. 4.
15. Ο.π., τόμος 44, σελ. 147.
16. Ο.π., τόμος 45, σελ. 79.
17. Ο.π., τόμος 44, σελ. 105-106.
18. Ο.π., τόμος 43, σελ. 238.
19. Ο.π., τόμος 45, σελ. 131.
20. ΟΥ. ΦΟΣΤΕΡ, ο.π., σελ. 421-422.
21. Φ. ΚΛΑΟΥΝΤΙΝ, ο.π., σελ. 311.
22. J. DEGRAS: «Comintern (1919-1943)», London 1956, vol 1, p. 427.
23. J. BRAUNTHAL, ο.π., σελ. 247. Αναφέρεται και στον Φ. ΚΛΑΟΥΝΤΙΝ, ο.π., σελ. 311.
24. Φ. ΚΛΑΟΥΝΤΙΝ, ο.π., σελ. 311.
25. ΟΥ. ΦΟΣΤΕΡ, ο.π., σελ. 432-3.
26. Β.Ι. ΛΕΝΙΝ: «ΑΠΑΝΤΑ», ο.π., τόμος 45, σελ. 277.
27. Φ. ΚΛΑΟΥΝΤΙΝ, ο.π., σελ. 142-143.

Δεν υπάρχουν σχόλια: